διαρρήξει

διαρρήξει
διάρρηξις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
διαρρήξεϊ , διάρρηξις
fem dat sg (epic)
διάρρηξις
fem dat sg (attic ionic)
διαρρήγνυμι
break through
aor subj act 3rd sg (epic ionic)
διαρρήγνυμι
break through
fut ind mid 2nd sg
διαρρήγνυμι
break through
fut ind act 3rd sg
διαρρήσσω
aor subj act 3rd sg (epic)
διαρρήσσω
fut ind mid 2nd sg
διαρρήσσω
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”